έβδομος

έβδομος
-η, -ο (AM ἕβδομος, -η, -ον)
1. αυτός που κατέχει τη θέση με τον αριθμό επτά
2. το ουδ. ως ουσ. το έβδομο(ν)
ένα από τα επτά ίσα ή όμοια μέρη ενός συνόλου
αρχ.
1. (ως απόλ.) επτά
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἕβδομον
για έβδομη φορά
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἕβδομα
έργο επτά χρόνων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἕβδομος — seventh masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έβδομος — η, ο αριθμ. τακτ. 1. αυτός που έχει σε αριθμητική σειρά θέση με αριθμό 7. 2. το ουδ. ως ουσ., έβδομο το ένα από τα εφτά ίσα μέρη στα οποία διαιρείται κάτι, το 1/7 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σεπτέμβριος — Έβδομος μήνας του έτους (Σεπτέμβρης). Βλ. λ. Τρυγητής. * * * ο, ΝΜΑ, και Σεπτέμβρης και Σεπτέβρης και Στέμπρης Ν ο ένατος μήνας τού έτους τού νέου ημερολογίου, έβδομος κατά το αρχαίο ρωμαϊκό ημερολόγιο, ο οποίος είναι και ο πρώτος μήνας τού… …   Dictionary of Greek

  • ἑβδόμων — ἕβδομος seventh fem gen pl ἕβδομος seventh masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕβδομον — ἕβδομος seventh masc acc sg ἕβδομος seventh neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑβδόμαις — ἕβδομος seventh fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑβδόμη — ἕβδομος seventh fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑβδόμην — ἕβδομος seventh fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑβδόμης — ἕβδομος seventh fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑβδόμοις — ἕβδομος seventh masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”